-
1 ορος
I.ион. οὐρός, Arst., Plut. ὀρρός ὅ1) молочная сыворотка, пахтанье Hom., Arst.2) водянистая часть, жижа(ὀ. φλέγματος Plat.; ὀ. σπερματικός Plut.)
II.III.ион. οὖρος ὅ1) межевой знак, межа(ἀρούρης Hom.)
2) граница, рубежῥεῖθρον ἠπείροιν ὅ. Aesch. — пролив, служащий границей между обоими материками;γῆς ἐπ΄ ἐσχάτοις ὅροις Aesch. — на край света;3) пределы, рамкиγάμου ὅ. ἀπὸ ἑκκαίδεκα ἐτῶν εἰς εἴκοσί (sc. ἐστιν) Plat. — пределы брачного возраста (для девушек) - от шестнадцати до двадцати лет
4) разница, различие(ὅ. χρηστοῖς καὴ κακοῖς, sc. ἀνθρώποις Eur.)
5) мера, норма(τῶν ἀγαθῶν Dem.; τῶν ἀναγκαίων Plat.)
6) муз. (со)отношение, пропорция(οἱ ὅροι τῶν διαστημάτων Plat.)
7) мат. член отношения Arst.8) цель(ὅρον τιθεσθαί τινι Dem.; ὀλιγαρχίας ὅ. πλοῦτός, sc. ἐστιν Arst.)
9) лог. член предложения ( субъект или предикат), терминὅ. μέσος Arst. — средний термин
10) лог. определение (понятия)ἔστι δ΄ ὅ. λόγος ὅ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Arst. — определение есть высказывание, обозначающее то, чем предмет является;
Ὅροι — Определения ( приписываемый Платону перечень определений ряда понятии)11) юр. ( в Афинах) таблица с указанием ипотечного долга недвижимостиὅρους τιθέναι ἐπὴ τέν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν) Dem. — поместить на доме таблички с указанием его ипотечной задолженности в 2000 драхм
-
2 προαπαυδαω
раньше уставать или ослабевать(προαπαυδᾷ τῆς τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίας ὅ τῶν καλῶν ζῆλος Plut.)
-
3 χορηγια
ἥ1) хорегия (обязанность организовать на свой счет хор для празднества; одна из λειτουργίαι) Thuc., Lys., Xen., Plat. etc.2) расходы, издержки3) тж. pl. средстваἡ ἐκτὸς χ. Arst. — материальные средства, достаток;
ἀρετέ τυγχάνουσα χορηγίας Arst. — добродетель, обладающая средствами (воздействия), т.е. действенная;πολλέ χ. τῶν εὐτυχημάτων Arst. — множество благодеяний;ἀφθόνους ἔχειν τὰς εἴς τι χορηγίας Polyb. — иметь обильные запасы для чего-л.4) тж. pl. снабжение, доставка(τῶν ἀναγκαίων τοῖς στρατοπέδοις Polyb.)
ἥ τῆς ὕλης χ. Luc. — доставка горючего материала5) источник снабженияἡ πᾶσα τῷ ἔργῳ χ. ἥ παλαιὰ ἱστορία ἐστίν Luc. — единственным источником для этого служит древняя история
-
4 αχορηγητος
2не имеющий средств к существованию Arst.ἀ. τῶν ἀναγκαίων Arst. — лишенный предметов первой необходимости
-
5 διανισταμαι
(aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)1) подниматься, вставать(νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.)
2) устремляться навстречу(ἐπὴ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.)
3) отклоняться, уклоняться -
6 ενδεης
21) лишенный, нуждающийся(τῶν ἀναγκαίων Arst.; λογισμοῦ Plut.)
ὁπότε ἐ. εἴη Xen. — когда у него не хватало средств;σμικροῦ τινος ἐ. εἰμι Plat. — мне не хватает немногого;2) нехватающий, недостающийοὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος Soph. — не пропуская ничего;
εὗρον ἐνδεεῖς διαλλαγάς Eur. — я нашел, что примирение невозможно3) тж. compar. недостаточный, неполный, неудовлетворительный(τὰ πρήγματα Her.; συνθῆκαι Thuc.; πρός τι Plat.)
ἑνός μοι μῦθος ἐ. ἔτι Eur. — мне остается сказать еще одно слово4) преимущ. compar. худший, низший или меньший, уступающий(τῇ παρασκευῇ Thuc.; ταῖς οὐσίαις Isocr.)
γένος οὐδενὸς ἐ. Xen. — никому не уступающий в родовитости;αἰσχρὰ σοῦ μ΄ ἐδεέστερον ξένῳ φανῆναι πρὸς τὸ καίριον πονεῖν Soph. — мне стыдно (было бы) отстать от тебя в помощи (этому) иноземцу;ἐνδέεστεροί τι ἡμῶν Xen. — стоящие ниже нас в какой-то степени -
7 εξουσια
ἥ1) возможность (делать что-л.), право (на что-л., свобода чего-л.)ἐξουσίαν ἔχειν (τοῦ) ποιεῖν τι Xen., Plat. или περὴ τοῦ ποιεῖν τι Plat. — иметь право или возможность делать что-л.;
ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ τοῦ ποιεῖν τι γενόμενος Plat. — получивший полную свободу делать что-л.;ἐξουσίαν διδόναι (ποιεῖν, παρέχειν) τινί Plat., Arst. кому-л. — давать возможность, предоставлять право;κατὰ τέν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως Thuc. — за отсутствием права участвовать в состязании;2) (тж. ἥ ἄγαν ἐ. Dem.)( личный) произвол, своеволие (ἐπ΄ ἐξουσίας πονηρός Dem.)
ἐ. ποιητική рит. (licentia poetica) — поэтическая вольность3) власть, могущество(πλοῦτός τε καὴ ἐ. Thuc.)
οἱ ἐνἐξουσίᾳ ὄντες или οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις Arst. — власть имущие, стоящие у власти, власти;ἥ ὑπατικέ ἐ. Diod. — консульская власть;ἄνθρωπος ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος NT. — подвластный человек4) изобилие, достаток(τῶν ἀναγκαίων Plat.)
5) пышность, блеск6) признак власти или подвластности -
8 ελευθερωσις
- εως ἥ1) освобождение(ἀπὸ τοῦ Μήδου Thuc.; τῆς Ἑλλάδος Plut.)
2) отпущение на волю3) развязность, разнузданность(τῶν μέ ἀναγκαίων ἡδονῶν ἐ. Plat.)
См. также в других словарях:
ноужьныи — (245) пр. 1.Связанный с принуждением, насилием: се же ѥсть нѹжноѥ из ра˫а изведениѥ. КН 1280, 608г; нѹжноѥ ѹчениѥ не можеть пребыти. а ѥже съ сладостию и радостьно пребытьно. ПНЧ 1296, 135 об.; когда потопъ преста… видѧ многѹ пѹстыню и нѹжнѹю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek